| Active voice➤ | Passive voice➤ |
| Indicative mood➤ | Imperfective aspect➤ | Perfective aspect➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses➤ | Present➤ | Dependent➤ | Present | Dependent |
| 1sg | συγκινώ | συγκινήσω | συγκινούμαι -συγκινιέμαι1,2 | συγκινηθώ |
| 2sg | συγκινείς | συγκινήσεις | συγκινείσαι -συγκινιέσαι | συγκινηθείς |
| 3sg | συγκινεί | συγκινήσει | συγκινείται -συγκινιέται | συγκινηθεί |
|
| 1pl | συγκινούμε | συγκινήσουμε, [-ομε] | συγκινούμαστε -συγκινιόμαστε | συγκινηθούμε |
| 2pl | συγκινείτε | συγκινήσετε | συγκινείστε -συγκινιέστε,συγκινιόσαστε | συγκινηθείτε |
| 3pl | συγκινούν(ε) | συγκινήσουν(ε) | συγκινούνται -συγκινιούνται,συγκινιόνται | συγκινηθούν(ε) |
|
| Past tenses➤ | Imperfect➤ | Simple past➤ | Imperfect | Simple past |
| 1sg | συγκινούσα | συγκίνησα - {συνεκίνησα}, | [[[συγκινούμουν]](α)] -συγκινιόμουν(α)1,2 | συγκινήθηκα |
| 2sg | συγκινούσες | συγκίνησες | [συγκινούσουν(α)] -συγκινιόσουν(α) | συγκινήθηκες |
| 3sg | συγκινούσε | συγκίνησε | συγκινούνταν -συγκινιόταν(ε) - {συγκινείτο}, {συνεκινείτο} | συγκινήθηκε |
|
| 1pl | συγκινούσαμε | συγκινήσαμε | συγκινούμασταν, (‑ούμαστε) -συγκινιόμασταν, (‑ιόμαστε) | συγκινηθήκαμε |
| 2pl | συγκινούσατε | συγκινήσατε | [συγκινούσασταν, (‑ούσαστε)] -συγκινιόσασταν, (‑ιόσαστε) | συγκινηθήκατε |
| 3pl | συγκινούσαν(ε) | συγκίνησαν,συγκινήσαν(ε) | συγκινούνταν -συγκινιούνταν, (συγκινιόντουσαν) - {συγκινούντο}, {συνεκινούντο} | συγκινήθηκαν,συγκινηθήκαν(ε) |
|
| Future tenses➤ | Continuous➤ | Simple➤ | Continuous | Simple |
| 1sg | θασυγκινώ➤ | θασυγκινήσω➤ | θασυγκινούμαι -συγκινιέμαι➤ | θασυγκινηθώ➤ |
| 2,3sg, 1,2,3pl | θασυγκινείς, … | θασυγκινήσεις, … | θασυγκινείσαι -συγκινιέσαι, … | θασυγκινηθείς, … |
|
| Perfect aspect➤ | Perfect aspect |
| Present perfect ➤ | έχω,έχεις, …συγκινήσει έχω, έχεις, …συγκινημένο, ‑η, ‑ο ➤ | έχω, έχεις, …συγκινηθεί είμαι,είσαι, …συγκινημένος, ‑η, ‑ο ➤ |
| Past perfect➤ | είχα,είχες, …συγκινήσει είχα, είχες, …συγκινημένο, ‑η, ‑ο | είχα, είχες, …συγκινηθεί ήμουν,ήσουν, …συγκινημένος, ‑η, ‑ο |
| Future perfect➤ | θα έχω, θα έχεις, …συγκινήσει θα έχω, θα έχεις, …συγκινημένο, ‑η, ‑ο | θα έχω, θα έχεις, …συγκινηθεί θα είμαι, θα είσαι, …συγκινημένος, ‑η, ‑ο |
|
| Subjunctive mood➤ | Formed usingpresent,dependent (forsimple past) orpresent perfect from above with a particle (να,ας). |
|
| Imperative mood➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2sg | — | συγκίνησε | — | συγκινήσου |
| 2pl | συγκινείτε | συγκινήστε | συγκινείστε -συγκινιέστε | συγκινηθείτε |
|
| Other forms | Active voice | Passive voice |
| Present participle➤ | συγκινώντας ➤ | συγκινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ |
| Perfect participle➤ | έχονταςσυγκινήσει ➤ | συγκινημένος, ‑η, ‑ο ➤ |
|
| Nonfinite form➤ | συγκινήσει | συγκινηθεί |
|
|
Notes Appendix:Greek verbs | 1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. 2. The second passive forms are mostly found in the imperfective tense. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. |
|