Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Jump to content
WiktionaryThe Free Dictionary
Search

μοιράζω

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key):/miˈɾa.zo/
  • Hyphenation:μοι‧ρά‧ζω

Verb

[edit]

μοιράζω (moirázo) (pastμοίρασα,passiveμοιράζομαι)

  1. todivide,cut up
  2. todivide,share out

Conjugation

[edit]
μοιράζω   μοιράζομαι
Active voicePassive voice
Indicative moodImperfective aspectPerfective aspectImperfective aspectPerfective aspect
Non-past tensesPresentDependentPresentDependent
1sgμοιράζωμοιράσωμοιράζομαιμοιραστώ
2sgμοιράζειςμοιράσειςμοιράζεσαιμοιραστείς
3sgμοιράζειμοιράσειμοιράζεταιμοιραστεί
1plμοιράζουμε, [‑ομε]μοιράσουμε, [‑ομε]μοιραζόμαστεμοιραστούμε
2plμοιράζετεμοιράσετεμοιράζεστε,μοιραζόσαστεμοιραστείτε
3plμοιράζουν(ε)μοιράσουν(ε)μοιράζονταιμοιραστούν(ε)
Past tensesImperfectSimple pastImperfectSimple past
1sgμοίραζαμοίρασαμοιραζόμουν(α)μοιράστηκα
2sgμοίραζεςμοίρασεςμοιραζόσουν(α)μοιράστηκες
3sgμοίραζεμοίρασεμοιραζόταν(ε)μοιράστηκε
1plμοιράζαμεμοιράσαμεμοιραζόμασταν, (‑όμαστε)μοιραστήκαμε
2plμοιράζατεμοιράσατεμοιραζόσασταν, (‑όσαστε)μοιραστήκατε
3plμοίραζαν,μοιράζαν(ε)μοίρασαν,μοιράσαν(ε)μοιράζονταν, (μοιραζόντουσαν)μοιράστηκαν,μοιραστήκαν(ε)
Future tensesContinuousSimpleContinuousSimple
1sgθαμοιράζωθαμοιράσωθαμοιράζομαιθαμοιραστώ
2,3sg, 1,2,3plθαμοιράζεις, …θαμοιράσεις, …θαμοιράζεσαι, …θαμοιραστείς, …
Perfect aspectPerfect aspect
Present perfect  έχω,έχεις, …μοιράσει
  έχω, έχεις, …μοιρασμένο, ‑η, ‑ο 
  έχω, έχεις, …μοιραστεί
 είμαι,είσαι, …μοιρασμένος, ‑η, ‑ο 
Past perfect είχα,είχες, …μοιράσει
  είχα, είχες, …μοιρασμένο, ‑η, ‑ο
  είχα, είχες, …μοιραστεί
 ήμουν,ήσουν, …μοιρασμένος, ‑η, ‑ο
Future perfect θαέχω, θαέχεις, …μοιράσει
  θα έχω, θα έχεις, …μοιρασμένο, ‑η, ‑ο
  θα έχω, θα έχεις, …μοιραστεί
  θα είμαι, θα είσαι, …μοιρασμένος, ‑η, ‑ο
Subjunctive moodFormed usingpresent,dependent (forsimple past) orpresent perfect from above with a particle (να,ας).
Imperative moodImperfective aspectPerfective aspectImperfective aspectPerfective aspect
2sgμοίραζεμοίρασεμοιράσου
2plμοιράζετεμοιράστεμοιράζεστεμοιραστείτε
Other formsActive voicePassive voice
Present participleμοιράζοντας 
Perfect participleέχονταςμοιράσει μοιρασμένος, ‑η, ‑ο 
Nonfinite formμοιράσειμοιραστεί
Notes  
 
Appendix:Greek verbs
 • (…) optional or informal.   […] rare.   {…} learned, archaic.
 • Multiple forms are shown in order of reducing frequency.
 • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.

Related terms

[edit]

and

Retrieved from "https://en.wiktionary.org/w/index.php?title=μοιράζω&oldid=76682708"
Categories:
Hidden categories:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp