Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

tough

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικόςtough
συγκριτικόςtougher
υπερθετικόςtoughest

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʌf/

Επίθετο

[επεξεργασία]

tough(en)

  1. σκληρός,δύσκολος, που έχει ή προκαλεί προβλήματα ή δυσκολίες
     Life is reallytough.
    Η ζωή είναι πολύσκληρή.
     It’stough emigrating.
    Είναισκληρό να ξενιτεύεσαι.
     I am go throughtough times.
    Περνάωδύσκολες ώρες.
     The competition is verytough.
    Ο ανταγωνισμός είναι πολύσκληρός.
     συνώνυμα: δείτε τη λέξη difficult
  2. αυστηρός,σκληρός, που απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων και δείχνει έλλειψη συμπάθειας για προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει αυτό
     You are tootough with him.
    Παραείσαιαυστηρός μαζί του.
     tough measures -σκληρά μέτρα
     tough criticism -σκληρή κριτική
     The government took atough stance on the issue of the strike.
    Η κυβέρνηση κράτησεσκληρή στάση στο θέμα της απεργίας.
     συνώνυμα:strict
  3. σκληρός, που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει με επιτυχία δύσκολες καταστάσεις
     atough man -σκληρός άντρας
     He is verytough and can stand pain.
    Είναι πολύσκληρός στον πόνο.
     He is atough negotiator.
    Είναισκληρός διαπραγματευτής.
     He usually plays thetough guy roles.
    Παίζει συνήθως ρόλουςσκληρών.
  4. σκληρός, που δύσκολα κόβεται ή δαγκώνεται
     The meat is still verytough.
    Το κρέας είναι ακόμα πολύσκληρό.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=tough&oldid=6647209"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp