Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

suspend

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώταςsuspend
γ΄ ενικό ενεστώταsuspends
αόριστοςsuspended
παθητική μετοχήsuspended
ενεργητική μετοχήsuspending

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /səsˈpɛnd/
 ήχος: βρετανική προφορά (βοήθεια·αρχείο)

suspend(en)

  1. (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)κρέμομαι
     The chandelier wassuspended from the ceiling.
    Ένα πολύφωτοκρεμόταν από το ταβάνι.
     συνώνυμα:hang
  2. αναβάλλω, καθυστερώ κάτι επίσημα, κανονίζω να γίνει κάτι αργότερα από ό,τι είχα προγραμματίσει
     The judgesuspended judgment.
    Ο δικαστήςανέβαλε την έκδοση αποφάσεως.
     The trial wassuspended indefinitely.
    Η δίκηαναβλήθηκε επί αόριστο.
     συνώνυμα: δείτε τη λέξη delay
  3. επιβάλλωαργία σε κάποιον, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει τη δουλειά του, να πάει σχολείο κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, ως τιμωρία ή κατά τη διάρκεια μιας έρευνας
     Theysuspended a football/soccer player.
    Επέβαλλαν αργία σε έναν ποδοσφαιριστή.
  4. αναστέλλω
  5. διακόπτω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=suspend&oldid=6584084"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp