Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.3
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
suspend
35 γλώσσες
Azərbaycanca
Català
Dansk
Deutsch
English
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Oromoo
Polski
Русский
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
Українська
اردو
Tiếng Việt
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενεστώτας
suspend
γ΄
ενικό
ενεστώτα
suspends
αόριστος
suspended
παθητική μετοχή
suspended
ενεργητική
μετοχή
suspending
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
səsˈpɛnd
/
ⓘ
ήχος: βρετανική προφορά
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
suspend
(en)
(
επίσημο
, συνήθως στην παθητική φωνή
)
κρέμομαι
⮡
The chandelier was
suspended
from the ceiling.
Ένα πολύφωτο
κρεμόταν
από το ταβάνι.
≈
συνώνυμα
:
hang
αναβάλλω
, καθυστερώ κάτι επίσημα, κανονίζω να γίνει κάτι αργότερα από ό,τι είχα προγραμματίσει
⮡
The judge
suspended
judgment.
Ο δικαστής
ανέβαλε
την έκδοση αποφάσεως.
⮡
The trial was
suspended
indefinitely.
Η δίκη
αναβλήθηκε
επί αόριστο.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
delay
επιβάλλω
αργία
σε κάποιον, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει τη δουλειά του, να πάει σχολείο κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, ως τιμωρία ή κατά τη διάρκεια μιας έρευνας
⮡
They
suspended
a football/soccer player.
Επέβαλλαν αργία σε
έναν ποδοσφαιριστή.
αναστέλλω
διακόπτω
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
resume
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
suspendable
Πηγές
[
επεξεργασία
]
suspend
-
Oxford Learner's Dictionaries
Stavropoulos,
D N
(2008).
Stavropoulos, G N.
ed.
Oxford Greek-English Learner's Dictionary
(Revised έκδοση).
Oxford:
Oxford University Press
.
σελ.
42, 120, 479.
ISBN
9780194325684
.
, λήμμα: αναβάλλω, αργία, κρέμομαι
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=suspend&oldid=6584084
"
Κατηγορίες
:
Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ρήματα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Επίσημοι όροι (αγγλικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
suspend
35 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp