Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

surprise

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
surprisesurprises

surprise(en)

  1. ηέκπληξη,αιφνιδιαστικός, ένα γεγονός, μια είδηση ​​κτλ. που είναι απροσδόκητο ή που συμβαίνει ξαφνικά
     What asurprise!
    Τιέκπληξη!
     My day was full ofsurprises.
    Η μέρα μου ήταν γεμάτη μεεκπλήξεις.
     Oursurprise attack failed.
    Οαιφνιδιασμός μας απέτυχε.
     asurprise visit/attack -αιφνιδιαστική επίσκεψη/επίθεση
  2. (μετρήσιμοκαιμημετρήσιμο) ηέκπληξη, ένα συναίσθημα που προκαλείται από κάτι που συμβαίνει ξαφνικά ή απροσδόκητα
     to thesurprise of everyone - προςέκπληξη όλων
     It caused a lot ofsurprise.
    Προκάλεσε μεγάληέκπληξη.
  3. (μημετρήσιμο) οαιφνιδιασμός, η χρήση μεθόδων που προκαλούν αισθήματα έκπληξης
     We had the element ofsurprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο τουαιφνιδιασμού με το μέρος μας.
ενεστώταςsurprise
γ΄ ενικό ενεστώταsurprises
αόριστοςsurprised
παθητική μετοχήsurprised
ενεργητική μετοχήsurprising

surprise(en)

  • καταπλήσσω,εκπλήσσω, κάνω σε κάποιον έκπληξη
     Seeing him leavesurprised me.
    Καταπλάγηκα όταν τον είδα να φεύγει.
     Nothingsurprises me now.
    Τίποτα δεν μεεκπλήσσει τώρα.
     It is nothing tobe surprised about.
    Δεν είναι ναεκπλήσσεται κανείς.
     συνώνυμα: δείτε τη λέξη astonish



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surprise(fr)

  1. ηέκπληξη
    il lui a fait une bellesurprise ! - του/της έκανε μια ωραίαέκπληξη!
    quellesurprise ! - τιέκπληξη!
  2. οαιφνιδιασμός
  3. τοξάφνιασμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=surprise&oldid=6700381"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp