Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

speech

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
speechspeeches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

speech(en)

  1. ολόγος, μια επίσημηομιλία που κάνει ένα άτομο σε ένα ακροατήριο
     I am making aspeech.
    Βγάζωλόγο/Κάνωομιλία.
     She limitedspeeches to 5 minutes.
    Περιόρισε τιςομιλίες σε 5 λεπτά.
  2. (μημετρήσιμο) ολόγος, η γλώσσα που χρησιμοποιείται όταν μιλάμε
     the parts ofspeech - τα μέρη τουλόγου
     freedom ofspeech - ελευθερία τουλόγου
  3. (μημετρήσιμο) ολόγος, ημιλιά, ηλαλιά, η ικανότητα του να μιλάει
     Speech distinguishes man from animals.
    Ολόγος διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα.
     Fear deprived him ofspeech.
    Έχασε τηλαλιά του από το φόβο του.
  4. (μημετρήσιμο) ηομιλία, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
     The author, in his writings, maintains the natural tone of everydayspeech.
    Ο συγγραφέας διατηρεί στα γραπτά του το φυσικό τόνο της καθημερινήςομιλίας.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=speech&oldid=6947924"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp