Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

sin

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
sinsins

sin(en)

  1. ηαμαρτία, η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
     I am confessing mysins.
    Εξομολογούμαι τιςαμαρτίες μου.
     I am repenting for mysins.
    Μετανοώ για τιςαμαρτίες μου.
  2. (μημετρήσιμο) ηαμαρτία, η ενέργεια του να αμαρτάνω
     He lives a life ofsin.
    Ζει μέσα στηναμαρτία.
  3. (ανεπίσημο) ηαμαρτία, μια ενέργεια που ο κόσμος πιστεύει ότι είναι πολύ κακή
     It’s asin to stay indoors on such a beautiful day.
    Είναιαμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενεστώταςsin
γ΄ ενικό ενεστώταsins
αόριστοςsinned
παθητική μετοχήsinned
ενεργητική μετοχήsinning

sin(en)



Βοσνιακά (bs)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sin(bs)


Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sin <(κληρονομημένο)λατινικήsine. Συγγενή:γαλλικήsans,ιταλικήsenza

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

sin(es)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sin&oldid=6670964"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp