Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

shoe

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
shoeshoes

shoe(en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώταςshoe
γ΄ ενικό ενεστώταshoes
αόριστοςshod,shoed
παθητική μετοχήshodden,shod,shoed
ενεργητική μετοχήshoeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shoe(en)

  1. παπουτσώνω
  2. πεταλώνω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=shoe&oldid=4987745"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp