Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

shame

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

shame(en)

  • ντροπή!
     (For)shame!
    Ντροπή!
     Shame on you!
    Ντροπή σου!

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shame(en)

  1. (μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) τοκρίμα, χρησιμοποιείται για να πω ότι κάτι είναι αιτία θλίψης ή απογοήτευσης
     It’s ashame.
    Είναικρίμα.
     (It’s a)shame that you didn’t come.
    Κρίμα που δεν ήρθες.
     What ashame!
    Τιντροπή!
     συνώνυμα: δείτε την έκφραση too bad
  2. (μημετρήσιμο) ηντροπή, τα συναισθήματα της λύπης, της αμηχανίας ή της ενοχής που έχω όταν ξέρω ότι κάτι που έχω κάνει είναι λάθος ή ανόητο
     He hung his head inshame.
    Κρέμασε το κεφάλι απόντροπή.
     He feltshame for having failed.
    Ένιωθεντροπή που απότυχε.
  3. (μημετρήσιμο,επίσημο) ηντροπή, η ικανότητα να νιώθω ντροπή για κάτι που έχω κάνει
     She has noshame.
    Δεν έχει ίχνοςντροπή απάνω της.
ενεστώταςshame
γ΄ ενικό ενεστώταshames
αόριστοςshamed
παθητική μετοχήshamed
ενεργητική μετοχήshaming

shame(en)

  1. (μεταβατικό)ντροπιάζω, κάνω κάποιον να ντρέπεται
     Heshamed me with his generosity.
    Μεντρόπιασε με τη γενναιοφροσύνη του.
  2. (μεταβατικό,επίσημο)ντροπιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται ότι έχει χάσει την τιμή ή τον σεβασμό
     You haveshamed our family.
    Ντρόπιασες την οικογένειά μας.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=shame&oldid=5705139"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp