Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

sein

Από Βικιλεξικό

Βασκικά (eu)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sein(eu)



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
seinseins

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sein <λατινικήsinus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛ̃/
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sein(fr)αρσενικό

  1. (ανατομία) ομαστός, τοβυζί, τοστήθος
  2. οκόλπος
    l'entreprise est entrée ausein du consortium - η επιχείρηση περιήλθε στονκόλπο του κονσόρτσιουμ

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
  (βοήθεια·αρχείο)
  (βοήθεια·αρχείο)

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

sein(de)

  • τύπος της κτητικής αντωνυμίας του αρσενικού και του ουδετέρου,δικός του,δικό του
  1. ονομαστική ενικού του αρσενικού
    Sein Hund ist schwarz. -Ο σκύλοςτου είναι μαύρος.
  2. ονομαστική ενικού του ουδετέρου
    Das Kind hältsein Spielzeug. -Το παιδί κρατάει το παιχνίδιτου.
  3. αιτιατική ενικού του ουδετέρου
    Ich gebe dem Kindsein Buch. -Δίνω στο παιδί το βιβλίοτου.

sein(de) (αόριστοςwar,μετοχή παρακειμένουgewesen)

  1. είμαι
  2. υπάρχω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sein&oldid=5656093"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp