Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

root

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
Πληροφορική:δομή δένδρου όπου ο κόμβος (A) είναι η ρίζα (root)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
rootroots

root(en)

  1. ηρίζα (ενός φυτού)
  2. (γλωσσολογία) ηρίζα μιας λέξης
  3. (μαθηματικά) ηρίζα ενός αριθμού
    square root: τετραγωνική ρίζα,cubic root: κυβική ρίζα,nth{\displaystyle \mathbf {n^{th}} }root: ν-οστή ρίζα
  4. (πληροφορική) η αφετηρία, η ρίζα, ο αρχικός γονικός-κόμβος σεδομή δεδομένωνδένδρου (tree)
     In atree structure every node has exactly one parent, except theroot (which has no parent)
    «Σε μια δομήδέντρου κάθε κόμβος έχει ακριβώς έναν γονέα, εκτός από τηρίζα/αφετηρία (που δεν έχει γονέα).»
     Thesedata structures are called “trees” because the data structure resembles a tree. It starts with arootnode andbranch off with itsdescendants, and finally, there areleaves.[1]
    «Αυτές οι δομές δεδομένων ονομάζονται «δέντρα» επειδή η δομή δεδομένων μοιάζει με δέντρο. Ξεκινά με ένανριζικό κόμβο και διακλαδίζεται με τους απογόνους του, και τέλος, υπάρχουν φύλλα.»
ενεστώταςroot
γ΄ ενικό ενεστώταroots
αόριστοςrooted
παθητική μετοχήrooted
ενεργητική μετοχήrooting

root(en)

  1. ριζώνω
  2. (πληροφορική) η απόκτηση δικαιωμάτων διαχειριστή στολειτουργικό σύστημα ενός υπολογιστικού συστήματος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=root&oldid=5597080"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp