Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

real

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικόςreal
συγκριτικόςrealer /more real
υπερθετικόςrealest /most real

Επίθετο

[επεξεργασία]

real(en)

  1. πραγματικός, που υπάρχει και δεν φαντάζεται
    παράδειγμα inreal life - στηνπραγματική ζωή
    παράδειγμα It’s areal advantage.
    Είναιπραγματικό πλεονέκτημα.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό)πραγματικός, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια κατάσταση ή ιδιότητα
    παράδειγμα That child is areal handful.
    Αυτό το παιδί είναιπραγματικός μπελάς.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
real <(άμεσο δάνειο)υστερολατινικήreālis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁeˈal/
 Audio (βοήθεια·αρχείο)

Επίθετο

[επεξεργασία]

real(de)

  1. αληθινός,πραγματικός
  2. ρεαλιστικός

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]
ενικόςπληθυντικός
realreales

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈre.al/
τυπογραφικός συλλαβισμός: real

Επίθετο

[επεξεργασία]

real(es)

  1. πραγματικός
  2. βασιλικός



Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]
ενικόςπληθυντικός
realreais

Επίθετο

[επεξεργασία]

real(pt)

  1. πραγματικός
  2. βασιλικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=real&oldid=7176903"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp