Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

rain

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
rainrains

rain(en)

  1. (μημετρήσιμο ή ενικός) ηβροχή
     light/heavyrain - ψιλή/δυνατήβροχή
     intermittentrain -βροχή κατά διαλείμματα
     Come in out of therain.
    Έλα μέσα από τηβροχή.
     Don’t go out in therain.
    Μη βγαίνεις έξω με τηβροχή.
     It looks like it’s going torain.
    Το πάει γιαβροχή.
  2. (μόνο πληθυντικός,the rains) οιβροχές, η περίοδος των βροχών
     beforethe rains set in - πριν αρχίσουνοι βροχές
  3. (μόνο ενικός) ηβροχή, ένας μεγάλος αριθμός πραγμάτων που πέφτουν από τον ουρανό ταυτόχρονα
     arain of arrows and bullets -βροχή από βέλη και σφαίρες

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώταςrain
γ΄ ενικό ενεστώταrains
αόριστοςrained
παθητική μετοχήrained
ενεργητική μετοχήraining

rain(en)

  • (αμετάβατο)βρέχει
     It willrain tonight.
    Θαβρέξει απόψε.
     Itrained hard/heavily yesterday.
    Έβρεξε πολύ/δυνατά χτες.
     It hasn’trained for 5 month.
    Έχει 5 μήνες ναβρέξει.
     It has beenraining for two weeks now.
    Βρέχει δυο εβδομάδες τώρα.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=rain&oldid=6582902"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp