piscis
Εργαλεία
Ενέργειες
Γενικά
Εκτύπωση/εξαγωγή
Σε άλλα εγχειρήματα
piscis(la)αρσενικό
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piscis | piscēs |
γενική | piscis | piscium |
δοτική | piscī | piscibus |
αιτιατική | piscem | piscēs/piscīs |
κλητική | piscis | piscēs |
αφαιρετική | pisce | piscibus |