Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

payment

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
paymentpayments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
payment <παλαιά γαλλικήpaiement. Μορφολογικά αναλύεται σεpay +-ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpeɪmənt/
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

payment(en)

  1. (μημετρήσιμο) ηπληρωμή, η ενέργεια του να πληρώνω
     payment in full -πληρωμή στο ακέραιο
     payment of the furniture will be in installments - ηπληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
  2. ηπληρωμή, πληρώνεται ή αναμένεται να πληρωθεί ένα χρηματικό ποσό
     We’re giving a 10% discount forpayments in cash.
    Δίνουμε έκπτωση 10% γιαπληρωμές τοις μετρητοίς.

Παράγωγα

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=payment&oldid=6703465"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp