Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

parasol

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parasol <ιταλικήparasole <para- +sole (ήλιος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
parasolparasols

parasol(fr)αρσενικό

  1. ηομπρέλα ηλίου, τοπαρασόλι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈrasɔl/
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parasol(pl)αρσενικό

  1. ηομπρέλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=parasol&oldid=5300970"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp