Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

onset

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
onset <on- +set

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

onset(en) (μόνο ενικός)

  • ηέφοδος, η αρχή για κάτι, ειδικά για κάτι δυσάρεστο
     theonset of winter - ηέφοδος του χειμώνα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=onset&oldid=6700236"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp