Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

o

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης:O,Ο,ο,,

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Σύμβολο

[επεξεργασία]

o



Αζεριανά (az)

[επεξεργασία]

Χαρακτήρας

[επεξεργασία]

o

  o

  • γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
  • γράμμα του αζεριανού κυριλλικού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο
ΑραβικόΛατινικόΚυριλικόΛατινικόIPA
—19181918—-19391958—-19911991—
OoOoOo
ΔΦΑ : /ɔ/



Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

o(it)



Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Χαρακτήρας

[επεξεργασία]

o(la)



Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ/
 Ήχος (βοήθεια·αρχείο)

Χαρακτήρας

[επεξεργασία]

o(pl)

  1. Το γράμμαo (κεφαλαίο:O) είναι το 20oγράμμα τουΠολωνικού αλφαβήτου

Πρόθεση

[επεξεργασία]

o(pl)

  1. με τοπική (miejscownik)
    • για,περί
      mówiąo tobie - μιλάνεγια σένα
    • (αναφερόμενοι σε ώρα)στις
      o dziesiątej -στις δέκα
    • (σε περιγραφές)με
      jest piękną kobietąo błękitnych oczach - είναι μια όμορφη γυναίκαμε γαλανά μάτια
  2. με αιτιατική (biernik)
    • για
      poprosiła mnie wczorajo pomoc - με φώναξε χθεςγια βοήθεια
    • σε
      jakiś pijany potknął sięo próg - κάποιος μεθυσμένος σκόνταψεστο κατώφλι
    • κατά
      podniesiono budżeto 50 tysięcy - ανεβάσανε τον προϋπολογισμόκατά 50 χιλιάδες

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

o(pl)

  1. (θαυμαστικό)ο
  2. (δεικτικό)να



Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]
ενικόςπληθυντικός
oos

o(pt)

  1. ο



Τουρκικά (tr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

o(tr)

  1. αυτός /αυτή /αυτό
    O öğrenci,o da öğrenci -Αυτός είναι φοιτητής, κιαυτή είναι φοιτήτρια
  2. (άκλιτο)εκείνος
    Banao gazeteyi ver - Δώσε μουεκείνη την εφημερίδα
    O kitapları istiyorum - Θέλωεκείνα τα βιβλία
Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
ΠτώσηΑ' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ονομαστικήbenseno
αιτιατικήbenisenionu
δοτικήbanasanaona
τοπικήbendesendeonda
αφαιρετικήbendensendenondan
κτητικήbenimseninonun
πληθυντικός
ονομαστικήbizsizonlar
αιτιατικήbizisizionları
δοτικήbizesizeonlara
τοπικήbizdesizdeonlarda
αφαιρετικήbizdensizdenonlardan
κτητικήbizimsizinonların

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
  (βοήθεια·αρχείο)

Χαρακτήρας

[επεξεργασία]

o(cs)

  1. Το γράμμαo (κεφαλαίο:O) είναι το 17oγράμμα τουΤσεχικού αλφαβήτου

Πρόθεση

[επεξεργασία]

o(cs)

  1. με τοπική (lokativ)
  2. με αιτιατική (akuzativ)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=o&oldid=5320239"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp