Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

maximal

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

maximal(en)

  1. ανώτατος,μέγιστος
  2. (μαθηματικά)μεγιστικός

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Στη μαθηματική ορολογία το επίθετοmaximal είναι γενικότερο του επιθέτουmaximum. Π.χ. εάν μία μερική διάταξη έχει πολλά μέγιστα στοιχεία, τότε χαρακτηρίζονται όλα σανmaximal. Εάν υπάρχει μόνο ένα μέγιστο στοιχείο τότε το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζεται σανmaximum. Για να διαχωρίσουν τις έννοιες μερικοί μαθηματικοί μεταφράζουν τοmaximal σανμεγιστικός και τοmaximum σανμέγιστος.

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
γένοςενικόςπληθυντικός
αρσενικόmaximalmaximaux
θηλυκόmaximalemaximales

Επίθετο

[επεξεργασία]

maximal(fr)

  1. ανώτατος
  2. μέγιστος
    vitessemaximale -μέγιστη ταχύτητα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=maximal&oldid=5613764"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp