Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

main

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

main(en)(χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό)κύριος,πρωταρχικός, το μεγαλύτερο ή σημαντικότερο στο είδος του
     themain course of a meal - τοκύριο φαγητό ενός γεύματος
     themain street of the village - οκύριος δρόμος του χωριού
     Themain reason why…
    Οκύριος λόγος που…
     Hismain enemy is laziness.
    Οκυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
     themain cause of his failure - ηπρωταρχική αιτία της αποτυχίας του

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
mainmains

main(en)

  • ο μεγάλοςσωλήνας που μεταφέρει νερό ή αέριο σε ένα κτίριο ή το μεγάλοκαλώδιο που μεταφέρει ηλεκτρισμό σε ένα κτίριο
     The brokenmain gushed water and flooded the road.
    Ο σπασμένοςσωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
mainmains

main(fr)θηλυκό

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=main&oldid=6632621"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp