Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

jail

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
jailjails

jail(en)(μετρήσιμοκαιμημετρήσιμο)

  1. ηφυλακή
     They put him injail.
    Τον έβαλαν στηφυλακή.
     He escaped fromjail.
    Δραπέτευσε από τηφυλακή.
  2. (ειδικότερα,ΗΠΑ,επίσημο) ητοπική φυλακή, χώρος κράτησης, στιςΗνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για άτομα που αναμένουν να δικαστούν ή δικάζονται (προφυλακισμένοι), για καταδικασμένους σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα ή για παροδική κράτηση κατάδικων μέχρι να μεταφερθούν σε πολιτειακές ή ομοσπονδιακές φυλακές
     δείτε και τις λέξεις prison καιpenitentiary

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώταςjail
γ΄ ενικό ενεστώταjails
αόριστοςjailed
παθητική μετοχήjailed
ενεργητική μετοχήjailing

jail(en)

  • φυλακίζω,βάζω στη φυλακή
     They arrested andjailed him.
    Τον συνέλαβαν και τονφυλάκισαν.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=jail&oldid=6936730"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp