Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

interruption

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
interruptioninterruptions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interruption <μέση αγγλικήinterrupcioun

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌɪn.tə.ˈɹʌp.ʃən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

interruption(en)(μετρήσιμοκαιμημετρήσιμο)

  1. ηδιακοπή, κάτι που διακόπτει προσωρινά μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση· μια στιγμή που μια δραστηριότητα διακόπτεται
     aninterruption in business/in payments -διακοπή των εργασιών/των πληρωμών
  2. ηδιακοπή, η πράξη του να διακόπτω κάποιον που μιλάει
     Can I speak withoutinterruptions?
    Μπορώ να μιλήσω χωρίςδιακοπές;

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interruption <λατινικήinterruptio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.ʁyp.sjɔ̃/
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
interruptioninterruptions

interruption(fr)θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=interruption&oldid=6656578"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp