Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.4
Πηγές
2
Γαλλικά
(fr)
Εναλλαγή Γαλλικά
(fr)
υποενότητας
2.1
Ετυμολογία
2.2
Προφορά
2.3
Ουσιαστικό
2.3.1
Συγγενικά
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
interruption
33 γλώσσες
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Norsk
Oromoo
Polski
Русский
Simple English
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
interruption
interruptions
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
interruption
<
μέση αγγλική
interrupcioun
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ˌɪn.tə.ˈɹʌp.ʃən
/
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
interruption
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
η
διακοπή
, κάτι που διακόπτει προσωρινά μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση· μια στιγμή που μια δραστηριότητα διακόπτεται
⮡
an
interruption
in business/in payments
-
διακοπή
των εργασιών/των πληρωμών
η
διακοπή
, η πράξη του να διακόπτω κάποιον που μιλάει
⮡
Can I speak without
interruptions
?
Μπορώ να μιλήσω χωρίς
διακοπές
;
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
interrupt
Πηγές
[
επεξεργασία
]
interruption
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
interruption
<
λατινική
interruptio
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ɛ̃.tɛ.ʁyp.sjɔ̃
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
interruption
interruptions
interruption
(fr)
θηλυκό
η
διακοπή
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
interrompre
interrupteur
interrupteur
-
interruptrice
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=interruption&oldid=6656578
"
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
Γαλλική γλώσσα
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
interruption
33 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp