Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

gain

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
gaingains

gain(en)

ενεστώταςgain
γ΄ ενικό ενεστώταgains
αόριστοςgained
παθητική μετοχήgained
ενεργητική μετοχήgaining

gain(en)

  • Stavropoulos,D N(2008).Stavropoulos, G N.ed.Oxford Greek-English Learner's Dictionary(Revised έκδοση).Oxford:Oxford University Press.σελ. 444.ISBN9780194325684. , λήμμα: κερδίζω, κέρδος



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
gaingains

gain(fr)αρσενικό

  1. τοκέρδος
  2. ηαπολαβή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=gain&oldid=5676721"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp