Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

fucking

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

fucking(en)(χωρίς παραθετικά)

  1. (χυδαίο)γαμημένος,σκατό-, υβριστική έκφραση για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε μας ενοχλεί, μας στέκται εμπόδιο ή μας δημιουργεί πρόβλημα
     I can’t find thefucking screwdriver for so long!
    Δεν το βρίσκω τογαμημένο το κατσαβίδι εδώ και τόση ώρα!
     Youfucking kids get off of my lawn!
    Σκατόπαιδα! Φύγετε από το γκαζόν μου!
  2. (χυδαίο) χρησιμοποιείται για έμφαση, χωρίς πάντα αρνητική σημασία
     This is a bigfucking deal!
    Αυτό είναικαι γαμώ τις συμφωνίες!

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

fucking(en)(χωρίς παραθετικά)

  • (χυδαίο)για έμφαση σε αυτό που δηλώνει ο ομιλητής
     Ifucking hate this place. Whose bright idea was it to come here, anyways?
    Μισώ αυτό τογαμημένο μέρος. Ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα να έρθουμε εδώ;
     You have to go see this movie, it'sfucking awesome!
    Πρέπει να πας να δεις αυτήν την ταινία: είναι καταπληκτική ηγαμημένη!

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fucking(en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

fucking(en)

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fucking&oldid=6941875"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp