Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

flaw

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
flawflaws

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flaw(en)

  1. τοελάττωμα, ηατέλεια
     the onlyflaw in his character - το μόνοελάττωμα στο χαρακτήρα του
     We all have ourflaws.
    Όλοι έχουμε τιςατέλειές μας.
  2. τοράγισμα, ηρωγμή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=flaw&oldid=6949169"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp