Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

fan

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
fanfans

fan(en)

  1. οανεμιστήρας, οαεριστήρας
     an electricfan - ηλεκτρικόςανεμιστήρας
  2. ηβεντάλια
ενεστώταςfan
γ΄ ενικό ενεστώταfans
αόριστοςfanned
παθητική μετοχήfanned
ενεργητική μετοχήfanning

fan(en)

  • αερίζω
     He fanned his face with a newspaper.
    Αέριζε το πρόσωπό του με μια εφημερίδα.

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
fanfans

fan(en)



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
fanfans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fan(fr)αρσενικό ή θηλυκό

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fan&oldid=6935791"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp