Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

excuse

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
excuseexcuses

excuse(en)

  • ηδικαιολογία, είναι ένας λόγος, αληθινός ή επινοημένος, που δίνω για να εξηγήσω ή να υπερασπιστώ τη συμπεριφορά μου
     None of yourexcuses!
    Να σου λείπουν οιδικαιολογίες!
     His illness is clearly anexcuse.
    Η αρρώστεια του είναι καθαρήδικαιολογία.
     If you are absent without a goodexcuse
    Αν απουσιάσεις χωρίς σοβαρήδικαιολογία
     Ignorance of the lawis no excuse.
    Δεν συγχωρείται άγνοια νόμου.
ενεστώταςexcuse
γ΄ ενικό ενεστώταexcuses
αόριστοςexcused
παθητική μετοχήexcused
ενεργητική μετοχήexcusing

excuse(en)



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
excuseexcuses

Προφορά

[επεξεργασία]
  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

excuse(fr)θηλυκό

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=excuse&oldid=6632083"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp