Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

dress

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
dressdresses

dress(en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώταςdress
γ΄ ενικό ενεστώταdresses
αόριστοςdressed
παθητική μετοχήdressed
ενεργητική μετοχήdressing

dress(en)

  1. (μεταβατικό)ντύνω
     She dressed the children.
    Έντυσε τα παιδιά.
     συνώνυμα:clothe,attire
  2. (αμετάβατο)ντύνομαι
     I got up,dressed (myself) and went to work.
    Σηκώθηκα,ντύθηκα και πήγα στη δουλειά.
     συνώνυμα:get dressed
  3. στολίζω (πχ το χριστουγεννιάτικο δέντρο)
  4. ετοιμάζω μια επιφάνεια (ξύλο, μέταλλο, ύφασμα, δέρμα) με ειδική επεξεργασία
  5. επιδένω,δένω, περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία
     I dress a wound.
    Δένω ένα τραύμα.
     συνώνυμα: δείτε τη λέξη bandage
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=dress&oldid=6723262"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp