Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

drag

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
dragdrags

drag(en)

ενεστώταςdrag
γ΄ ενικό ενεστώταdrags
αόριστοςdragged
παθητική μετοχήdragged
ενεργητική μετοχήdragging

drag(en)

  1. σύρω,σέρνω
  2. σέρνομαι (κινούμαι πολύ αργά)
    • drag one's feet: "σέρνω τα πόδια μου", "σέρνομαι"
  3. (πληροφορική)σέρνω, μετακινώ κείμενο, ένα εικονίδιο κτλ. στην οθόνη ενός υπολογιστή χρησιμοποιώντας το ποντίκι
     Drag the table to see all the columns.
    Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

drag(ro)

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=drag&oldid=7001635"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp