Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

coal

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
coalcoals

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coal(en)

  1. (μημετρήσιμο) τοκάρβουνο, οάνθρακας, το υλικό
     Old trains were powered bycoal.
    Τα παλιά τρένα κινούνταν μεκάρβουνο.
  2. τοκάρβουνο, ένα κομμάτι κάρβουνο, ειδικά ένα που καίγεται
     livecoals - αναμμένακάρβουνα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=coal&oldid=6735693"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp