Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

body

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός        πληθυντικός  
bodybodies

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbɒdi/
 ήχος: βρετανική προφορά (βοήθεια·αρχείο)
 ήχος (ΗΠΑ) (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

body(en)

  1. τοσώμα ενός ανθρώπου ή ζώου
     the humanbody - το ανθρώπινοσώμα
     the needs of thebody and the mind - οι ανάγκες τουσώματος και του πνεύματος
     The shark has a bigbody.
    Ο καρχαρίας έχει μεγάλοσώμα.
  2. τοκορμί, οκορμός, το σώμα ενός ανθρώπου χωρίς το κεφάλι και τα άκρα
     Hisbody was full of wounds.
    Τοκορμί του ήταν γεμάτο πληγές.
  3. τοπτώμα, σώμα νεκρού ή νεκρού ζώου
     Hisbody was washed up by the waves.
    Τοπτώμα του εκβράστηκε από τα κύματα.
  4. οφορέας, μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται ή ενεργούν μαζί, συχνά για επίσημο σκοπό, ή που συνδέονται με κάποιον άλλο τρόπο
     certifiedbodies - πιστοποιημένοιφορείς
     Control of the radio and television media must be passed to a bipartisanbody.
    Ο έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης πρέπει να περάσει σε διακομματικόφορέα.
  5. (επίσημο) τοσώμα, οποιοδήποτε αντικείμενο
     a heavenlybody - ουράνιοσώμα
     The graft is often expelled as a foreignbody.
    Το μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένοσώμα.
  6. (προγραμματισμός)σώμα, για συνάρτηση ή μέθοδο, βρόχο (loop), κλπ.
     αντώνυμα:header
     δείτε τις λέξεις function body καισώμα συνάρτησης

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=body&oldid=6703618"
Κατηγορίες:
Κρυμμένη κατηγορία:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp