Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

ashamed

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικόςashamed
συγκριτικόςmore ashamed
υπερθετικόςmost ashamed

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ashamed <παλαιοαγγλικά: āscamod, μετοχή του ρήματος āscamian ‘feel shame’ < ā- (σανενισχυτικό πρόθημα) + αγγλικό ρήμαshame

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈʃeɪmd/

Επίθετο

[επεξεργασία]

ashamed(en)

  • ντροπιασμένος,ντρέπομαι
    παράδειγμα He lookedashamed.
    Φαινότανντροπιασμένος.
    παράδειγμα She ought tobe ashamed of herself.
    Θα 'πρεπε ναντρέπεται.
    παράδειγμα Mental illness is nothing tobe ashamed of.
    Η ψυχική ασθένεια δεν είναι τίποτα για το οποίο πρέπει ναντρέπεσαι.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ashamed&oldid=6912933"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp