Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά (en)
Εναλλαγή
Αγγλικά (en)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.4
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ashamed
39 γλώσσες
العربية
Brezhoneg
Català
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Oromoo
Polski
Português
Русский
संस्कृतम्
တႆး
Simple English
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
παραθετικά
θετικός
ashamed
συγκριτικός
more
ashamed
υπερθετικός
most
ashamed
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ashamed
<
παλαιοαγγλικά
: āscamod, μετοχή του ρήματος āscamian ‘feel shame’ < ā- (σαν
ενισχυτικό πρόθημα
) + αγγλικό ρήμα
shame
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
əˈʃeɪmd
/
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
ashamed
(en)
ντροπιασμένος
,
ντρέπομαι
He looked
ashamed
.
Φαινόταν
ντροπιασμένος
.
She ought to
be ashamed of herself
.
Θα 'πρεπε να
ντρέπεται
.
Mental illness is nothing to
be ashamed
of.
Η ψυχική ασθένεια δεν είναι τίποτα για το οποίο πρέπει να
ντρέπεσαι
.
Πηγές
[
επεξεργασία
]
ashamed
-
Oxford Learner's Dictionaries
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ashamed&oldid=6912933
"
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Επίθετα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ashamed
39 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp