Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθημα
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
1.3
Αναφορές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
-α
5 γλώσσες
English
Français
Kurdî
Türkçe
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από
-ά
)
Δείτε
τις μορφές του πεζού
άλφα
α-
,
ά-
,
ἀ-
,
ἁ-
,
ἄ-
,
ἅ-
και
-α
.
Επίσης, δείτε το κεφαλαίο
Α
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
δείτε στους ορισμούς για
-α
,
για
-ά
και για
-α ή -ά
[
1
]
Επίθημα
[
επεξεργασία
]
-
α
κατάληξη για το σχηματισμό
αφηρημένων
θηλυκών ουσιαστικών παραγώγων
από ρήματα:
γεννώ
→
γένν
α
,
νυστάζω
→
νύστ
α
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
-α
(
βρομῶ
-
βρόμα
) <
αρχαία ελληνική
(
πεινῶ
-
πεῖνα
)
από επίθετα:
πικρός
→
πίκρ
α
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
-α
(
ἁλμυρός
-
ἁλμύρα
) <
αρχαία ελληνική
: επίθετα σε
-ρός
(
ἐχθρός
-
ἔχθρα
)
κατάληξη
ουδέτερων πληθυντικού αριθμού για ουσιαστικά που είναι
παρατακτικά σύνθετα
μαχαιροπίρουν
α
< πληθυντικός ουδετέρων -ο
(
μεγεθυντικό
)
επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουδέτερα ουσιαστικά σε
-ι
με ή χωρίς μεγεθυντική σημασία
κεφάλι
→
κεφάλ
α
,
γυαλί
→
γυάλ
α
μεγεθυντικό και
μειωτικό
γαϊδούρι
→
γαϊδούρ
α
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
-α
θηλυκό (
σκάλα
, ως μεγεθυντικό του -ιν (
σκαλίν
) <
ελληνιστική κοινή
-α
(
σκάλα
)
-ά
κατάληξη
ανισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών
μαμ
ά
,
γιαγι
ά
< αναλογικά προς τα αρσενικά σε
-άς
-α
ή
-ά
για τον σχηματισμό
επιρρημάτων
από επίθετα σε
-ός
δεξιός
→
δεξι
ά
από επίθετα σε
-ύς
βαθύς
→
βαθι
ά
από τα επιρρήματα
-ως
(συχνά με παράλληλους τύπους:
καλά
-
καλώς
,
ευχάριστα
-
ευχαρίστως
με την ίδια ή διαφορετική σημασία)
<
(
κληρονομημένο
)
ελληνιστική κοινή
-ά
και -α που αντικατέστησε το
-ῶς
και
-ως
για να διακρίνεται από το
-ός
και
-ος
(όταν πια ήσαν ομόηχα) <
αρχαία ελληνική
-ά
για το σχηματισμό του θηλυκού γένους ουσιαστικών
από αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα
θεός
→
θε
ά
,
κουμπάρος
→
κουμπάρ
α
,
δάσκαλος
→
δασκάλ
α
,
Κινέζος
→
Κινέζ
α
<
(
κληρονομημένο
)
αρχαία ελληνική
-α
θηλυκών για αρσενικά σε
-ος
νοικοκύρης
→
νοικοκυρ
ά
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
θηλυκό αρσενικού σε -ης
από ονόματα ζώων, για να δηλωθεί η μητέρα του ζώου (
δείτε και το
-α
με μεγεθυντική σημασία
)
κουνέλι
→
κουνέλ
α
για επίθετα σε
-ος
, -α, -ο (
ωραίος
→
ωραί
α
)
για επίθετα σε
-ης
, -α, -ικο (
τεμπέλης
→
τεμπέλ
α
)
ως προσαρμογή στη δημοτική του θηλυκού λόγιων αρχαίων δικατάληκτων επιθέτων σε
-ος
, -ος, -ον (η
ζημιογόνος
→
η
ζημιογόν
α
)
και σε ουσιαστικά που δηλώνουν επαγγέλματα (ο
ξενοδόχος
- η
ξενοδόχος
→
και προφορικό
η
ξενοδόχ
α
)
<
(
κληρονομημένο
)
αρχαία ελληνική
-α
και -ά (επίθημα θηλυκών από αρσενικά σε -ος, -ός, ή μεγεθυντικό -α)
κατάληξη
ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών όπως
χαρ
ά
<
(
κληρονομημένο
)
αρχαία ελληνική
-ά
(
χαρά
)
θάλασσ
α
<
(
κληρονομημένο
)
αρχαία ελληνική
-α
(
θάλασσα
)
μητέρ
α
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
-α
(
μητέρα
) < αρχαία αιτιατική τριτόκλιτων (
μήτηρ
)
χελών
α
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
-α
(
χελώνα
) < αρχαία θηλυκά -η (
χελώνη
)
λίμ
α
<
άμεσο δάνειο
από
την ιταλική
-a
(
lima
<
limare
) και δάνεια από άλλες γλώσσες
κατάληξη
ουδέτερων πληθυντικού αριθμού
για ουσιαστικά
περιληπτικά
(
όσπρι
α
,
πιατικ
ά
)
για ουσιαστικά περιληπτικά που είναι
ταξινομικοί
όροι (
Πρωτόζω
α
,
Φυτ
ά
)
για επίθετα ουδέτερα
ουσιαστικοποιημένα
(
ελληνικ
ά
,
κινέζικ
α
)
< πληθυντικός του ουδέτερου
-ο
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
και θηλυκά
-ιά
,
-η
,
-ισσα
,
-ίνα
,
-τρία
,
-τρα
,
-αίνα
Νεοελληνικές λέξεις με
επίθημα
-
α
στο Βικιλεξικό
Νεοελληνικές λέξεις με
επίθημα -ά
στο Βικιλεξικό
Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
κατάληξη επιρρημάτων
αγγλικά
:
-ly
(en)
γαλλικά
:
-ment
(fr)
γαλικιανά
:
-mente
(gl)
γερμανικά
:
-lich
(de)
εσπεράντο
:
-e
(eo)
ιταλικά
:
-mente
(it)
Αναφορές
[
επεξεργασία
]
↑
"-α"
-
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
(1998) του
Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
(
συντομογραφίες
-
σύμβολα
).
Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα
,
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=-α&oldid=5647200
"
Κατηγορίες
:
Νέα ελληνικά
Επιθήματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μεγεθυντικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Καταλήξεις επιρρημάτων (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
-α
5 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp