Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

χύνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χύνω <αρχαία ελληνικήχέω (όταν στο θέμα αορίστουχυ- αναπτύχθηκε το πρόσφυμαν και δημιουργήθηκε το θέμαχυν-)

χύνω (μεσοπαθητικό:χύνομαι)

  1. (μεταβατικό) προκαλώ τη ροή ενός υγρού από το δοχείο στο οποίο βρισκόταν προς τα κάτω.
    έχυσες τον καφέ πάνω στα ρούχα σου.
  2. (μεταβατικό) οδηγώ μία ρευστή μάζαμετάλλου μέσα στοκαλούπι όπου θα στερεοποιηθεί και θα αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα.
  3. (αμετάβατο) (χυδαίο)εκσπερματίζω, φτάνω σεοργασμό.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
   Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπαΕνεστώταςΠαρατατικόςΕξ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.χύνωέχυναθα χύνωνα χύνωχύνοντας
β' ενικ.χύνειςέχυνεςθα χύνειςνα χύνειςχύνε
γ' ενικ.χύνειέχυνεθα χύνεινα χύνει
α' πληθ.χύνουμεχύναμεθα χύνουμενα χύνουμε
β' πληθ.χύνετεχύνατεθα χύνετενα χύνετεχύνετε
γ' πληθ.χύνουν(ε)έχυναν
χύναν(ε)
θα χύνουν(ε)να χύνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπαΑόριστοςΣυνοπτ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΑπαρέμφατο
α' ενικ.έχυσαθα χύσωνα χύσωχύσει
β' ενικ.έχυσεςθα χύσειςνα χύσειςχύσε
γ' ενικ.έχυσεθα χύσεινα χύσει
α' πληθ.χύσαμεθα χύσουμενα χύσουμε
β' πληθ.χύσατεθα χύσετενα χύσετεχύστε
γ' πληθ.έχυσαν
χύσαν(ε)
θα χύσουν(ε)να χύσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπαΠαρακείμενοςΥπερσυντέλικοςΣυντελ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτική
α' ενικ.έχω χύσειείχα χύσειθα έχω χύσεινα έχω χύσει
β' ενικ.έχεις χύσειείχες χύσειθα έχεις χύσεινα έχεις χύσει
γ' ενικ.έχει χύσειείχε χύσειθα έχει χύσεινα έχει χύσει
α' πληθ.έχουμε χύσειείχαμε χύσειθα έχουμε χύσεινα έχουμε χύσει
β' πληθ.έχετε χύσειείχατε χύσειθα έχετε χύσεινα έχετε χύσει
γ' πληθ.έχουν χύσειείχαν χύσειθα έχουν χύσεινα έχουν χύσει


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
   χύνω μέταλλο σε καλούπι
   εκσπερματίζω, φτάνω σε οργασμό
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χύνω&oldid=7202458"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp