Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

φύλο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης:φύλλο,φίλο,φιλώ

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήτοφύλοταφύλα
      γενικήτουφύλουτωνφύλων
    αιτιατικήτοφύλοταφύλα
     κλητικήφύλοφύλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φύλο <(διαχρονικό δάνειο)αρχαία ελληνικήφῦλον <φύω
  • για την ταξινομική βαθμίδα > ΗΕτυμολογία χρειάζεταιανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φύλο
ομόηχα:φύλλο,φίλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φύλοουδέτερο

  1. το καθένα από τα δύογένη (ανδρικό -γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα.
  2. (κατ' ευφημισμό) ταγεννητικά όργανα
  3. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση·φυλή
  4. (ταξινομία)ταξινομική βαθμίδα κατώτερη από τηνοικογένεια και ανώτερη τουείδους

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φύλο&oldid=7190431"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp