Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
1.4
Αναφορές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
τυχοδιώκτης
4 γλώσσες
English
Kurdî
Malagasy
Oʻzbekcha / ўзбекча
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τυχοδιώκτ
ης
οι
τυχοδιώκτ
ες
γενική
του
τυχοδιώκτ
η
των
τυχοδιωκτ
ών
αιτιατική
τον
τυχοδιώκτ
η
τους
τυχοδιώκτ
ες
κλητική
τυχοδιώκτ
η
τυχοδιώκτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
τυχοδιώκτης
<
τύχ(η)
+
-ο-
+
διώκτης
(<
διώκω
),
μεταφραστικό δάνειο
από
την αγγλική
fortune hunter
[
1
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ti.xoðiˈo.ktis
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
τυ
‐
χο
‐
δι
‐
ώ
‐
κτης
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
τυχοδιώκτης
αρσενικό
(
θηλυκό
τυχοδιώκτρια
)
αυτός που εκμεταλλεύεται όλες τις
περιστάσεις
συχνά παίρνοντας μεγάλα
ρίσκα
, για να πετύχει στη
ζωή
του
(
συνεκδοχικά
)
αυτός που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, έστω και
αθέμιτο
, για να πετύχει το
σκοπό
του
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
τυχοδιωκτικά
τυχοδιωκτικός
τυχοδιωκτισμός
→
και
δείτε
τις
λέξεις
τύχη
,
διώκτης
και
διώκω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
τυχοδιώκτης
αγγλικά
:
adventurer
(en)
,
fortune hunter
(en)
,
soldier of fortune
(en)
γαλλικά
:
escroc
(fr)
,
aventurier
(fr)
Αναφορές
[
επεξεργασία
]
↑
τυχοδιώκτης
-
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
(1998) του
Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
(
συντομογραφίες
-
σύμβολα
).
Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα
,
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τυχοδιώκτης&oldid=5578541
"
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
τυχοδιώκτης
4 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp