συνηθίζω
Εργαλεία
Ενέργειες
Γενικά
Εκτύπωση/εξαγωγή
Σε άλλα εγχειρήματα
συνηθίζω,αόρ.:συνήθισα,παθ.φωνή:συνηθίζομαι,π.αόρ.:συνηθίστηκα,μτχ.π.π.:συνηθισμένος
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνηθίζω | συνήθιζα | θα συνηθίζω | να συνηθίζω | συνηθίζοντας | |
| β' ενικ. | συνηθίζεις | συνήθιζες | θα συνηθίζεις | να συνηθίζεις | συνήθιζε | |
| γ' ενικ. | συνηθίζει | συνήθιζε | θα συνηθίζει | να συνηθίζει | ||
| α' πληθ. | συνηθίζουμε | συνηθίζαμε | θα συνηθίζουμε | να συνηθίζουμε | ||
| β' πληθ. | συνηθίζετε | συνηθίζατε | θα συνηθίζετε | να συνηθίζετε | συνηθίζετε | |
| γ' πληθ. | συνηθίζουν(ε) | συνήθιζαν συνηθίζαν(ε) | θα συνηθίζουν(ε) | να συνηθίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνήθισα | θα συνηθίσω | να συνηθίσω | συνηθίσει | ||
| β' ενικ. | συνήθισες | θα συνηθίσεις | να συνηθίσεις | συνήθισε | ||
| γ' ενικ. | συνήθισε | θα συνηθίσει | να συνηθίσει | |||
| α' πληθ. | συνηθίσαμε | θα συνηθίσουμε | να συνηθίσουμε | |||
| β' πληθ. | συνηθίσατε | θα συνηθίσετε | να συνηθίσετε | συνηθίστε | ||
| γ' πληθ. | συνήθισαν συνηθίσαν(ε) | θα συνηθίσουν(ε) | να συνηθίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνηθίσει | είχα συνηθίσει | θα έχω συνηθίσει | να έχω συνηθίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνηθίσει | είχες συνηθίσει | θα έχεις συνηθίσει | να έχεις συνηθίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνηθίσει | είχε συνηθίσει | θα έχει συνηθίσει | να έχει συνηθίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνηθίσει | είχαμε συνηθίσει | θα έχουμε συνηθίσει | να έχουμε συνηθίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνηθίσει | είχατε συνηθίσει | θα έχετε συνηθίσει | να έχετε συνηθίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνηθίσει | είχαν συνηθίσει | θα έχουν συνηθίσει | να έχουν συνηθίσει | ||
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνηθίζομαι | συνηθιζόμουν(α) | θα συνηθίζομαι | να συνηθίζομαι | ||
| β' ενικ. | συνηθίζεσαι | συνηθιζόσουν(α) | θα συνηθίζεσαι | να συνηθίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | συνηθίζεται | συνηθιζόταν(ε) | θα συνηθίζεται | να συνηθίζεται | ||
| α' πληθ. | συνηθιζόμαστε | συνηθιζόμαστε συνηθιζόμασταν | θα συνηθιζόμαστε | να συνηθιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συνηθίζεστε | συνηθιζόσαστε συνηθιζόσασταν | θα συνηθίζεστε | να συνηθίζεστε | (συνηθίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συνηθίζονται | συνηθίζονταν συνηθιζόντουσαν | θα συνηθίζονται | να συνηθίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνηθίστηκα | θα συνηθιστώ | να συνηθιστώ | συνηθιστεί | ||
| β' ενικ. | συνηθίστηκες | θα συνηθιστείς | να συνηθιστείς | συνηθίσου | ||
| γ' ενικ. | συνηθίστηκε | θα συνηθιστεί | να συνηθιστεί | |||
| α' πληθ. | συνηθιστήκαμε | θα συνηθιστούμε | να συνηθιστούμε | |||
| β' πληθ. | συνηθιστήκατε | θα συνηθιστείτε | να συνηθιστείτε | συνηθιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συνηθίστηκαν συνηθιστήκαν(ε) | θα συνηθιστούν(ε) | να συνηθιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνηθιστεί | είχα συνηθιστεί | θα έχω συνηθιστεί | να έχω συνηθιστεί | συνηθισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνηθιστεί | είχες συνηθιστεί | θα έχεις συνηθιστεί | να έχεις συνηθιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνηθιστεί | είχε συνηθιστεί | θα έχει συνηθιστεί | να έχει συνηθιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνηθιστεί | είχαμε συνηθιστεί | θα έχουμε συνηθιστεί | να έχουμε συνηθιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνηθιστεί | είχατε συνηθιστεί | θα έχετε συνηθιστεί | να έχετε συνηθιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνηθιστεί | είχαν συνηθιστεί | θα έχουν συνηθιστεί | να έχουν συνηθιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναισυνηθισμένος - είμαστε, είστε, είναι συνηθισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνηθισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνηθισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνηθισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνηθισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνηθισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνηθισμένοι | |||||