Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

στήνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στήνω <μεσαιωνική ελληνικήστήνω[1] <αρχαία ελληνικήἔστησα,αόριστος τούἵστημι /ἱστάνω

στήνω(μεταβατικό)

  1. τοποθετώ σεόρθιαθέσηπρόσωπα ήπράγματα
     Τονέστησε με τα χέρια ψηλά και άρχισε να τον ψάχνει, όπως κάνουν τώρα στα αεροδρόμια. (Θανάσης Βαλτινός,Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. κατασκευάζω,συναρμολογώ
  3. κάνωενέργειες για τηδημιουργία,οργάνωσηκ.λπ. μιαςεπιχείρησης, ενόςσχεδίουκ.τ.ό.
  4. (οικείο)προκαλώμεγάληαναμονή σεπρογραμματισμένοραντεβού ή τοματαιώνω
  5. (οικείο)προκαλώεσκεμμένηαθέμιτηαλλοίωσηαποτελέσματοςαγώνων γιαστοιχηματικούς ή άλλουςοικονομικούςλόγους

Συγγενικά

[επεξεργασία]
   Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπαΕνεστώταςΠαρατατικόςΕξ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.στήνωέστηναθα στήνωνα στήνωστήνοντας
β' ενικ.στήνειςέστηνεςθα στήνειςνα στήνειςστήνε
γ' ενικ.στήνειέστηνεθα στήνεινα στήνει
α' πληθ.στήνουμεστήναμεθα στήνουμενα στήνουμε
β' πληθ.στήνετεστήνατεθα στήνετενα στήνετεστήνετε
γ' πληθ.στήνουν(ε)έστηναν
στήναν(ε)
θα στήνουν(ε)να στήνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπαΑόριστοςΣυνοπτ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΑπαρέμφατο
α' ενικ.έστησαθα στήσωνα στήσωστήσει
β' ενικ.έστησεςθα στήσειςνα στήσειςστήσε
γ' ενικ.έστησεθα στήσεινα στήσει
α' πληθ.στήσαμεθα στήσουμενα στήσουμε
β' πληθ.στήσατεθα στήσετενα στήσετεστήστε
γ' πληθ.έστησαν
στήσαν(ε)
θα στήσουν(ε)να στήσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπαΠαρακείμενοςΥπερσυντέλικοςΣυντελ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτική
α' ενικ.έχω στήσειείχα στήσειθα έχω στήσεινα έχω στήσει
β' ενικ.έχεις στήσειείχες στήσειθα έχεις στήσεινα έχεις στήσειέχε στημένο
γ' ενικ.έχει στήσειείχε στήσειθα έχει στήσεινα έχει στήσει
α' πληθ.έχουμε στήσειείχαμε στήσειθα έχουμε στήσεινα έχουμε στήσει
β' πληθ.έχετε στήσειείχατε στήσειθα έχετε στήσεινα έχετε στήσειέχετε στημένο
γ' πληθ.έχουν στήσειείχαν στήσειθα έχουν στήσεινα έχουν στήσει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενοςέχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στημένο
Υπερσυντέλικοςείχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στημένο
Συντελ. Μέλλ.θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στημένο
Υποτακτικήνα έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στημένο
   Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπαΕνεστώταςΠαρατατικόςΕξ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.στήνομαιστηνόμουν(α)θα στήνομαινα στήνομαι
β' ενικ.στήνεσαιστηνόσουν(α)θα στήνεσαινα στήνεσαι(στήνου)
γ' ενικ.στήνεταιστηνόταν(ε)θα στήνεταινα στήνεται
α' πληθ.στηνόμαστεστηνόμαστε
στηνόμασταν
θα στηνόμαστενα στηνόμαστε
β' πληθ.στήνεστεστηνόσαστε
στηνόσασταν
θα στήνεστενα στήνεστε(στήνεστε)
γ' πληθ.στήνονταιστήνονταν
στηνόντουσαν
θα στήνονταινα στήνονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπαΑόριστοςΣυνοπτ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΑπαρέμφατο
α' ενικ.στήθηκαθα στηθώνα στηθώστηθεί
β' ενικ.στήθηκεςθα στηθείςνα στηθείςστήσου
γ' ενικ.στήθηκεθα στηθείνα στηθεί
α' πληθ.στηθήκαμεθα στηθούμενα στηθούμε
β' πληθ.στηθήκατεθα στηθείτενα στηθείτεστηθείτε
γ' πληθ.στήθηκαν
στηθήκαν(ε)
θα στηθούν(ε)να στηθούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπαΠαρακείμενοςΥπερσυντέλικοςΣυντελ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.έχω στηθείείχα στηθείθα έχω στηθείνα έχω στηθείστημένος
β' ενικ.έχεις στηθείείχες στηθείθα έχεις στηθείνα έχεις στηθεί
γ' ενικ.έχει στηθείείχε στηθείθα έχει στηθείνα έχει στηθεί
α' πληθ.έχουμε στηθείείχαμε στηθείθα έχουμε στηθείνα έχουμε στηθεί
β' πληθ.έχετε στηθείείχατε στηθείθα έχετε στηθείνα έχετε στηθεί
γ' πληθ.έχουν στηθείείχαν στηθείθα έχουν στηθείνα έχουν στηθεί
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι)
Παρακείμενοςείμαι, είσαι, είναιστημένος - είμαστε, είστε, είναι στημένοι
Υπερσυντέλικοςήμουν, ήσουν, ήταν στημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στημένοι
Συντελ. Μέλλ.θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στημένοι
Υποτακτικήνα είμαι, να είσαι, να είναι στημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στημένοι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
   αφήνω κάποιον να περιμένει σε ραντεβού
   ετοιμάζω κάτι για χρήση

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στήνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007)Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στήνω&oldid=7127455"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp