Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

πώληση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήηπώλησηοιπωλήσεις
      γενικήτηςπώλησης*τωνπωλήσεων
    αιτιατικήτηνπώλησητιςπωλήσεις
     κλητικήπώλησηπωλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος,πωλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πώληση <αρχαία ελληνικήπώλησις <πωλῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πώλησηθηλυκό

  1. ηδιάθεση ενόςαγαθού έναντι κάποιουχρηματικούποσού ή άλλουτιμήματος
    παράδειγμα πώληση ελαιολάδου
  2. η νομικήσύμβαση με την οποία ο έναςσυμβαλλόμενος (οπωλητής) αναλαμβάνει τηνυποχρέωση να μεταβιβάσει ή να εκχωρήσει τηνκυριότητα του αντικειμένου της πώλησης και ο άλλος συμβαλλόμενος (οαγοραστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει το συμφωνηθέντίμημα
    παράδειγμα πώληση διαμερίσματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πώληση&oldid=7124711"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp