Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Παράγωγα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
περίφημος
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περίφημ
ος
η
περίφημ
η
το
περίφημ
ο
γενική
του
περίφημ
ου
της
περίφημ
ης
του
περίφημ
ου
αιτιατική
τον
περίφημ
ο
την
περίφημ
η
το
περίφημ
ο
κλητική
περίφημ
ε
περίφημ
η
περίφημ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περίφημ
οι
οι
περίφημ
ες
τα
περίφημ
α
γενική
των
περίφημ
ων
των
περίφημ
ων
των
περίφημ
ων
αιτιατική
τους
περίφημ
ους
τις
περίφημ
ες
τα
περίφημ
α
κλητική
περίφημ
οι
περίφημ
ες
περίφημ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
περίφημος
<
(
διαχρονικό
δάνειο
)
αρχαία ελληνική
περίφημος
. Συγχρονικά αναλύεται σε
περί-
+
φήμ(η)
+
-ος
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
peˈɾi.fi.mos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
πε
‐
ρί
‐
φη
‐
μος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
περίφημος
φημισμένος
,
θαυμάσιος
,
εξαιρετικός
ήταν μια
περίφημη
παράσταση με εξαιρετικούς ηθοποιούς
αυτό το πανεπιστήμιο είναι
περίφημο
για την έδρα της βιολογίας
Παράγωγα
[
επεξεργασία
]
περίφημα
(
επίρρημα
)
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
εύφημος
→
και
δείτε
τη
λέξη
φήμη
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
περίφημος
γαλλικά
:
fameux
(fr)
,
illustre
(fr)
γερμανικά
:
berühmt
(de)
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=περίφημος&oldid=6731859
"
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα περί- (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
περίφημος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp