Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

πίνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πίνω <(κληρονομημένο)αρχαία ελληνικήπίνω
Ένα πουλίπίνει νερό από το έδαφος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πίνω

πίνω,αόρ.:ήπια,παθ.φωνή:πίνομαι,π.αόρ.:(πιώθηκα),μτχ.π.π.:πιωμένος

  1. βάζω υγρό στοστόμα με σκοπό να καταλήξει στο στομάχι
    παράδειγμα πιες το γάλα σου
    παράδειγμα θαπιεις καφέ;
  2. κρατώ υγρό στοεσωτερικό μου,απορροφώ
    παράδειγμα το περιβόλι χρειάζεται ναπιει πολύ νερό λόγω του καύσωνα
  3. κάνω χρήσηχαπιών ή άλλουφαρμάκου
    παράδειγμα ναπιεις αντιπυρετικό για να πέσει ο πυρετός
  4. (αργκό)καπνίζω καπνό ή παίρνω ναρκωτικά ή καταναλώνω οινοπνευματώδες ποτό
    παράδειγμα βάλε μου ναπιω
  5. είμαιπότης, έχω εθιστεί στοαλκοόλ
    παράδειγμα το πάθος του ναπίνει τον κατέστρεψε
  6. κάνωπρόποση
    παράδειγμα αςπιούμε στην υγεία του εορτάζοντα
  7. πίνεται;: είναι κατάλληλο ή ευχάριστο για να το πει κάποιος
    παράδειγμα μου έφερε ένα κρασί πουπίνεται σαν κονιάκ
  8.  και δείτε τη λέξη πιωμένος (μετοχή:μεθυσμένος)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
   Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπαΕνεστώταςΠαρατατικόςΕξ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.πίνωέπιναθα πίνωνα πίνωπίνοντας
β' ενικ.πίνειςέπινεςθα πίνειςνα πίνειςπίνε
γ' ενικ.πίνειέπινεθα πίνεινα πίνει
α' πληθ.πίνουμεπίναμεθα πίνουμενα πίνουμε
β' πληθ.πίνετεπίνατεθα πίνετενα πίνετεπίνετε
γ' πληθ.πίνουν(ε)έπιναν
πίναν(ε)
θα πίνουν(ε)να πίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπαΑόριστοςΣυνοπτ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΑπαρέμφατο
α' ενικ.ήπιαθα πιωνα πιωπιει
β' ενικ.ήπιεςθα πιειςνα πιειςπιες
γ' ενικ.ήπιεθα πιεινα πιει
α' πληθ.ήπιαμεθα πιούμενα πιούμε
β' πληθ.ήπιατεθα πιείτενα πιείτεπιείτε
γ' πληθ.ήπιαν(ε)θα πιουννα πιουν
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπαΠαρακείμενοςΥπερσυντέλικοςΣυντελ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτική
α' ενικ.έχω πιειείχα πιειθα έχω πιεινα έχω πιει
β' ενικ.έχεις πιειείχες πιειθα έχεις πιεινα έχεις πιει
γ' ενικ.έχει πιειείχε πιειθα έχει πιεινα έχει πιει
α' πληθ.έχουμε πιειείχαμε πιειθα έχουμε πιεινα έχουμε πιει
β' πληθ.έχετε πιειείχατε πιειθα έχετε πιεινα έχετε πιει
γ' πληθ.έχουν πιειείχαν πιειθα έχουν πιεινα έχουν πιει


  • παθητικοί τύποι, κυρίως στον:ενεστώτα:πίνομαικαι παρατατικό:πινόμουν,μετοχή παρακειμένου:πιωμένος. Ο Τριανταφυλλίδης, αναφέρειπαθητικό αόριστο (δημοτική):πιώθηκα[2]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
   πίνω

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τουΙδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα,Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «Κατάλογος ανώμαλων ρημάτων» §968 -Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018)Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 372.



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας πίνω  πίνομαι 
Παρατατικός ἔπινον & πίνεσκον (ιωνικός)  ἐπινόμην 
Μέλλοντας πίομαι & πιοῦμαι  ποθήσομαι 
Αόριστος ἔπιον  ἐπόθην 
Παρακείμενος πέπωκα  πέπομαι 
Υπερσυντέλικος ἐπεπώκειν  ἐπεπόμην 
Συντελ.Μέλλ. πεπωκώς ἔσομαι  - 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πίνω <πρωτοϊνδοευρωπαϊκήρίζα*peh- θέμα πι- +νω. Συγγενή:σανσκριτικήपिबति (píbati),λατινικήpoto,bibo (>γαλλικήboire).[1]

πίνω

  1. πίνω
  2. καταπίνω,απορροφώ
    5ος αιώναςπκε Ἡρόδοτος,Ἱστορίαι,4 (Μελπομένη), 198.2
    καὶ οὔτεαὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτεὄμβρον πλέωπιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.
    και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε,πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης@greeklanguage.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με θέμαπι-

  • πίνω

με θέμαπο-

με θέμαπω-

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης,Γεώργιος(2010).Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας(Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση).Αθήνα:Κέντρο Λεξικολογίας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πίνω&oldid=7127470"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp