Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

ντάμα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήηντάμαοιντάμες
      γενικήτηςντάμας
    αιτιατικήτηνντάματιςντάμες
     κλητικήντάμαντάμες
Η γενική πληθυντικού σε-ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντάμα <(άμεσο δάνειο)ιταλικήdama <λατινικήdomina (θηλυκό τουdominus) <domus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈda.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντάμα
καβαλιέρος βαστάει τηνντάμα του στη διάρκεια χορευτικήςφιγούρας
οι τέσσεριςντάμες μιας τράπουλας
παίζονταςντάμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντάμαθηλυκό

  1. η γυναίκα με την οποίαχορεύει κάποιος
  2. φύλλο τηςτράπουλας που παριστάνει μια γυναικεία μορφή
  3. επιτραπέζιοπαιχνίδι που παίζεται στην επιφάνεια τηςσκακιέρας μεπούλια

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
   γυναίκα με την οποία κάποιος χορεύει
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ντάμα&oldid=7177465"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp