Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λυσσαλέος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λυσσαλέ
ος
η
λυσσαλέ
α
το
λυσσαλέ
ο
γενική
του
λυσσαλέ
ου
της
λυσσαλέ
ας
του
λυσσαλέ
ου
αιτιατική
τον
λυσσαλέ
ο
τη
λυσσαλέ
α
το
λυσσαλέ
ο
κλητική
λυσσαλέ
ε
λυσσαλέ
α
λυσσαλέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λυσσαλέ
οι
οι
λυσσαλέ
ες
τα
λυσσαλέ
α
γενική
των
λυσσαλέ
ων
των
λυσσαλέ
ων
των
λυσσαλέ
ων
αιτιατική
τους
λυσσαλέ
ους
τις
λυσσαλέ
ες
τα
λυσσαλέ
α
κλητική
λυσσαλέ
οι
λυσσαλέ
ες
λυσσαλέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
λυσσαλέος
<
λύσσ(α)
+
-αλέος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
λυσσαλέος
, -α, -ο
που χαρακτηρίζεται από
λύσσα
,
μανία
, φοβερή ορμή, πείσμα και εχθρότητα
λυσσαλέο
μίσος,
λυσσαλέος
αγώνας
έκαναν
λυσσαλέες
προσπάθειες να καταστρέψουν τον αντίπαλο
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
λυσσώδης
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
λυσσαλέος
αγγλικά
:
fierce
(en)
γαλλικά
:
enragé
(fr)
,
forcené
(fr)
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λυσσαλέος&oldid=6725060
"
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αλέος (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λυσσαλέος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp