Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

λυσσαλέος

    Από Βικιλεξικό

    Νέα ελληνικά (el)

    [επεξεργασία]
     πτώσεις      ενικός      
    γένη αρσενικόθηλυκόουδέτερο
    ονομαστικήολυσσαλέοςηλυσσαλέατολυσσαλέο
          γενικήτουλυσσαλέουτηςλυσσαλέαςτουλυσσαλέου
        αιτιατικήτονλυσσαλέοτηλυσσαλέατολυσσαλέο
         κλητικήλυσσαλέελυσσαλέαλυσσαλέο
     πτώσεις  πληθυντικός  
    γένη αρσενικόθηλυκόουδέτερο
    ονομαστικήοιλυσσαλέοιοιλυσσαλέεςταλυσσαλέα
          γενικήτωνλυσσαλέωντωνλυσσαλέωντωνλυσσαλέων
        αιτιατικήτουςλυσσαλέουςτιςλυσσαλέεςταλυσσαλέα
         κλητικήλυσσαλέοιλυσσαλέεςλυσσαλέα
    ομάδα 'ωραίος',Κατηγορία όπως «ωραίος» -Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

    Ετυμολογία

    [επεξεργασία]
    λυσσαλέος <λύσσ(α) +-αλέος

    Επίθετο

    [επεξεργασία]

    λυσσαλέος, -α, -ο

    • που χαρακτηρίζεται απόλύσσα,μανία, φοβερή ορμή, πείσμα και εχθρότητα
    παράδειγμα λυσσαλέο μίσος,λυσσαλέος αγώνας
    παράδειγμα έκανανλυσσαλέες προσπάθειες να καταστρέψουν τον αντίπαλο

    Συνώνυμα

    [επεξεργασία]

    Μεταφράσεις

    [επεξεργασία]
    Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λυσσαλέος&oldid=6725060"
    Κατηγορίες:

    [8]ページ先頭

    ©2009-2025 Movatter.jp