Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

λυπάμαι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λυπάμαι, παθητική φωνή τουλυπώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈpa.me/

λυπάμαι/λυπούμαι,π.πρτ.:λυπόμουν(α),π.αόρ.:λυπήθηκα,μτχ.π.π.:λυπημένος, (ενεργ.:λυπώ)

  1. αισθάνομαιλύπη
     συνώνυμα:στεναχωριέμαι,θλίβομαι
    λυπάμαι που φεύγεις
  2. αισθάνομαι λύπη,συμπόνια καιοίκτο για κάποιον
     συνώνυμα:σπλαχνίζομαι,συμπονώ
    τονλυπήθηκαν και του έδωσαν χρήματα
  3. υπολογίζω κάτι, με νοιάζει
    δελυπάσαι το νερό κι αφήνεις τη βρύση να τρέχει;
  4. δενξοδεύω
     συνώνυμα:τσιγκουνεύομαι
    λυπήθηκες το αλάτι και δεν έβαλες στο φαγητό;

Συγγενικά

[επεξεργασία]
   Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπαΕνεστώταςΠαρατατικόςΕξ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.λυπάμαι
λυπούμαι
λυπόμουν(α)θα λυπάμαι
λυπούμαι
να λυπάμαι
λυπούμαι
λυπούμενος
β' ενικ.λυπάσαιλυπόσουν(α)θα λυπάσαινα λυπάσαι
γ' ενικ.λυπάταιλυπόταν(ε)θα λυπάταινα λυπάται
α' πληθ.λυπόμαστε
λυπούμαστε
λυπόμαστε
λυπόμασταν
θα λυπόμαστε
λυπούμαστε
να λυπόμαστε
λυπούμαστε
β' πληθ.λυπάστελυπόσαστε
λυπόσασταν
θα λυπάστενα λυπάστελυπείστε - λυπιέστε
γ' πληθ.λυπούνταιλυπούντανθα λυπούνταινα λυπούνται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπαΑόριστοςΣυνοπτ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΑπαρέμφατο
α' ενικ.λυπήθηκαθα λυπηθώνα λυπηθώλυπηθεί
β' ενικ.λυπήθηκεςθα λυπηθείςνα λυπηθείςλυπήσου
γ' ενικ.λυπήθηκεθα λυπηθείνα λυπηθεί
α' πληθ.λυπηθήκαμεθα λυπηθούμενα λυπηθούμε
β' πληθ.λυπηθήκατεθα λυπηθείτενα λυπηθείτελυπηθείτε
γ' πληθ.λυπήθηκαν
λυπηθήκαν(ε)
θα λυπηθούν(ε)να λυπηθούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπαΠαρακείμενοςΥπερσυντέλικοςΣυντελ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.έχω λυπηθείείχα λυπηθείθα έχω λυπηθείνα έχω λυπηθείλυπημένος
β' ενικ.έχεις λυπηθείείχες λυπηθείθα έχεις λυπηθείνα έχεις λυπηθεί
γ' ενικ.έχει λυπηθείείχε λυπηθείθα έχει λυπηθείνα έχει λυπηθεί
α' πληθ.έχουμε λυπηθείείχαμε λυπηθείθα έχουμε λυπηθείνα έχουμε λυπηθεί
β' πληθ.έχετε λυπηθείείχατε λυπηθείθα έχετε λυπηθείνα έχετε λυπηθεί
γ' πληθ.έχουν λυπηθείείχαν λυπηθείθα έχουν λυπηθείνα έχουν λυπηθεί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λυπάμαι&oldid=5669891"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp