Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Σύνθετα
1.2.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.4
Δείτε επίσης
1.2.5
Μεταφράσεις
1.3
Κλιτικός τύπος επιθέτου
1.3.1
Ομώνυμα / Ομόηχα
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λογική
13 γλώσσες
English
Suomi
Français
Magyar
Ido
Italiano
Kurdî
ລາວ
Malagasy
Polski
Русский
Türkçe
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
η
λογικ
ή
γενική
της
λογικ
ής
αιτιατική
τη
λογικ
ή
κλητική
λογικ
ή
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
λογική
<
ουσιαστικοποιημένο
θηλυκό
του
επιθέτου
λογικός
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
λογική
θηλυκό στον ενικό
γνώση
που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες
αληθείας
(
μαθηματικά
)
κλάδος
των
καθαρών
μαθηματικών
Εκφράσεις
[
επεξεργασία
]
κοινή
λογική
: η
αίσθηση
του
σωστού
και του
λάθους
- και η ικανότητα
κρίσης
που αυτή
έπεται
- οι οποίες είναι κοινές σε όλους
αυτό στερείται κάθε έννοια
λογικής
: είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του
Σύνθετα
[
επεξεργασία
]
μεταλογική
Πολυλεκτικοί όροι
[
επεξεργασία
]
προτασιακή λογική
ή
προτασιακός λογισμός
τυπική λογική
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
λογική
στη
Βικιπαίδεια
Λογική (αποσαφήνιση)
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
λογική
αγγλικά
:
logic
(en)
γαλλικά
:
logique
(fr)
γερμανικά
:
Vernunft
(de)
εβραϊκά
:
הגיון
(he)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[
επεξεργασία
]
λογική
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
λογικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
[
επεξεργασία
]
λογικοί
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λογική&oldid=7124461
"
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λογική
13 γλώσσες
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp