Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

κύμβαλο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήτοκύμβαλοτακύμβαλα
      γενικήτουκυμβάλου
& κύμβαλου
τωνκυμβάλων
    αιτιατικήτοκύμβαλοτακύμβαλα
     κλητικήκύμβαλοκύμβαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» -Παράρτημα:Ουσιαστικά
κύμβαλο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύμβαλο <αρχαία ελληνική κύμβαλον <κύμβος /κύμβη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈciɱ.va.lo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κύμβαλοουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κύμβαλο&oldid=7101189"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp