Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

κορίτσι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήτοκορίτσιτακορίτσια
      γενικήτουκοριτσιούτωνκοριτσιών
    αιτιατικήτοκορίτσιτακορίτσια
     κλητικήκορίτσικορίτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται μεσυνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορίτσι <(κληρονομημένο)μεσαιωνική ελληνικήκορίτσι(ν) <αρχαία ελληνικήκόρη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈɾi.t͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορίτσι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κορίτσιουδέτερο

  1. τοπαιδί θηλυκού γένους
  2. ηκόρη, ηθυγατέρα
  3. η νεαρή κοπέλα με την οποία έχει κάποιος δεσμό
     συνώνυμα:κοπέλα,φιλενάδα
  4. ηπαρθένα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
   κορίτσι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κορίτσι&oldid=7275304"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp