Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

καυλί

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήτοκαυλίτακαυλιά
      γενικήτουκαυλιούτωνκαυλιών
    αιτιατικήτοκαυλίτακαυλιά
     κλητικήκαυλίκαυλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται μεσυνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καυλί <(κληρονομημένο)ελληνιστική κοινήκαυλίον, υποκοριστικό τηςαρχαία ελληνικήκαυλός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈvli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καυλί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καυλίουδέτερο

  1. (χυδαίο) ηβάλανος τουπέους
  2. (χυδαίο,συνεκδοχικά) τοπέος
  3. (χυδαίο,κατ’ επέκταση)οτιδήποτε έχει ανάλογο μακρόστενοσχήμα
     συνώνυμα:καυλιτζέκι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

 δείτε τις λέξεις πέος καικαυλιτζέκι

Αναφορές

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καυλί&oldid=6918039"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp