Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

ιδιόρρυθμος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης:ἰδιόρρυθμος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός      
γένη αρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήοιδιόρρυθμοςηιδιόρρυθμητοιδιόρρυθμο
      γενικήτουιδιόρρυθμουτηςιδιόρρυθμηςτουιδιόρρυθμου
    αιτιατικήτονιδιόρρυθμοτηνιδιόρρυθμητοιδιόρρυθμο
     κλητικήιδιόρρυθμειδιόρρυθμηιδιόρρυθμο
 πτώσεις  πληθυντικός  
γένη αρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήοιιδιόρρυθμοιοιιδιόρρυθμεςταιδιόρρυθμα
      γενικήτωνιδιόρρυθμωντωνιδιόρρυθμωντωνιδιόρρυθμων
    αιτιατικήτουςιδιόρρυθμουςτιςιδιόρρυθμεςταιδιόρρυθμα
     κλητικήιδιόρρυθμοιιδιόρρυθμεςιδιόρρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» -Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδιόρρυθμος <(διαχρονικό δάνειο)ελληνιστική κοινήἰδιόρρυθμος <ἴδιος +ῥυθμός. Δείτε καιρρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ðiˈo.ɾi.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιδιόρρυθμος
παλιότερος συλλαβισμός: ιδιόρρυθμος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ιδιόρρυθμος, -η, -ο

  1. που έχει αποκλειστικάδικά του (ί-δι-α)χαρακτηριστικά
     συνώνυμα:εκκεντρικός,παράξενος,περίεργος
  2. (θρησκεία)μοναστήρι όπου επιτρέπεται κάθε μοναχός να ακολουθεί δικό του τρόπο ζωής, να έχει ατομική περιουσία, να μετέχει στις κοινές ακολουθίες κ.λπ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ιδιόρρυθμος&oldid=7173331"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp