Movatterモバイル変換
[0]
ホーム
URL:
画像なし
夜間モード
Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ιδιόρρυθμος
1 γλώσσα
Čeština
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
:
ἰδιόρρυθμος
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιδιόρρυθμ
ος
η
ιδιόρρυθμ
η
το
ιδιόρρυθμ
ο
γενική
του
ιδιόρρυθμ
ου
της
ιδιόρρυθμ
ης
του
ιδιόρρυθμ
ου
αιτιατική
τον
ιδιόρρυθμ
ο
την
ιδιόρρυθμ
η
το
ιδιόρρυθμ
ο
κλητική
ιδιόρρυθμ
ε
ιδιόρρυθμ
η
ιδιόρρυθμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιδιόρρυθμ
οι
οι
ιδιόρρυθμ
ες
τα
ιδιόρρυθμ
α
γενική
των
ιδιόρρυθμ
ων
των
ιδιόρρυθμ
ων
των
ιδιόρρυθμ
ων
αιτιατική
τους
ιδιόρρυθμ
ους
τις
ιδιόρρυθμ
ες
τα
ιδιόρρυθμ
α
κλητική
ιδιόρρυθμ
οι
ιδιόρρυθμ
ες
ιδιόρρυθμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ιδιόρρυθμος
<
(
διαχρονικό
δάνειο
)
ελληνιστική κοινή
ἰδιόρρυθμος
<
ἴδιος
+
ῥυθμός
. Δείτε και
ρρ
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
i.ðiˈo.ɾi.θmos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ι
‐
δι
‐
όρ
‐
ρυθ
‐
μος
παλιότερος συλλαβισμός
:
ι
‐
δι
‐
όρ
‐
ρυ
‐
θμος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
ιδιόρρυθμος
, -η, -ο
που έχει αποκλειστικά
δικά
του (
ί-δι-α
)
χαρακτηριστικά
≈
συνώνυμα
:
εκκεντρικός
,
παράξενος
,
περίεργος
(
θρησκεία
)
μοναστήρι
όπου επιτρέπεται κάθε μοναχός να ακολουθεί δικό του τρόπο ζωής, να έχει ατομική περιουσία, να μετέχει στις κοινές ακολουθίες κ.λπ.
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
ιδιορρυθμία
→
και
δείτε
τις
λέξεις
ρυθμός
και
ίδιος
(
σημασία:
προσωπικός)
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ιδιόρρυθμος
αγγλικά
:
peculiar
(en)
,
whimsical
(en)
,
odd
(en)
γαλλικά
:
original
(fr)
,
particulier
(fr)
τουρκικά
:
nevi şahsına münhasır
(tr)
Ανακτήθηκε από "
https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ιδιόρρυθμος&oldid=7173331
"
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Θρησκεία (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ιδιόρρυθμος
1 γλώσσα
Προσθήκη θέματος
[8]
ページ先頭
©2009-2025
Movatter.jp