Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

αόριστος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης:ἀόριστος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός      
γένη αρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήοαόριστοςηαόριστητοαόριστο
      γενικήτουαόριστουτηςαόριστηςτουαόριστου
    αιτιατικήτοναόριστοτηναόριστητοαόριστο
     κλητικήαόριστεαόριστηαόριστο
 πτώσεις  πληθυντικός  
γένη αρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήοιαόριστοιοιαόριστεςτααόριστα
      γενικήτωναόριστωντωναόριστωντωναόριστων
    αιτιατικήτουςαόριστουςτιςαόριστεςτααόριστα
     κλητικήαόριστοιαόριστεςαόριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» -Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αόριστος <[1]
  1. (για το επίθετο) <αρχαία ελληνικήἀόριστος
  2. (το ουσιαστικό) <ελληνιστική κοινήἀόριστος από τον διαχωρισμό που έκαναν οι στωικοί σε αόριστους και ορισμένους χρόνους

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈo.ɾi.stos/

Επίθετο

[επεξεργασία]

αόριστος -η -ο

  1. ανεπαρκώς καθορισμένος,ασαφής
    παράδειγμα Δεν παρουσίασε στους μετόχους τίποτε άλλο από κάποιααόριστα σχέδια.
  2. (γραμματική) γιαάρθρο ήαντωνυμία: πρόσωπο ή πράγμα που δεν κατονομάζεται
    αόριστο άρθρο (ένας,μία,ένα) -αόριστη αντωνυμία (κάποιος,τίς)
     αντώνυμα:οριστικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήοαόριστοςοιαόριστοι
      γενικήτουαόριστου
& αορίστου
τωναόριστων
& αορίστων
    αιτιατικήτοναόριστοτουςαόριστους
& αορίστους
     κλητικήαόριστεαόριστοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

αόριστοςαρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αόριστος&oldid=7180034"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp